- αντιδιαπλεκω
- ἀντιδιαπλέκωἀντι-διαπλέκωпарировать, возражать Aeschin.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντιδιαπλέκω — ἀντιδιαπλέκω (Α) αντιτάσσω επιχειρήματα … Dictionary of Greek
ἀντιδιαπεπλεγμένα — ἀντιδιαπλέκω retort perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀντιδιαπεπλεγμένᾱ , ἀντιδιαπλέκω retort perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀντιδιαπεπλεγμένᾱ , ἀντιδιαπλέκω retort perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιαπλέκει — ἀντιδιαπλέκω retort pres ind mp 2nd sg ἀντιδιαπλέκω retort pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιαπλέκειν — ἀντιδιαπλέκω retort pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιαπέπλεκται — ἀντιδιαπλέκω retort perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)